- συγχυσμόν
- συγχυσμόςpouringmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγχυσμός — ὁ, Α χύσιμο λαδιού σε λυχνία («εἰς συγχυσμὸν ἱερεῡσι... ταῑς κωμασίαις τῶν θεῶν ἐλαίου μετρηταί», παπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χυσμός (< θ. χυ τού χέω)] … Dictionary of Greek